ἄσεμνα

ἄσεμνα
ἄσεμνος
undignified
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άσεμνα δημοσιεύματα — Πρόκειται για χειρόγραφα, έντυπα, εικόνες και άλλααντικείμενα, που σύμφωνα με το κοινό αίσθημα προσβάλλουν την αιδώ. Εξαιρείται η περίπτωση που το έργο αποτελεί προϊόν τέχνης ή επιστήμης, εκτός εάν προσφέρεται για πώληση ή δίνεται σε πρόσωπα… …   Dictionary of Greek

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… …   Dictionary of Greek

  • Πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… …   Dictionary of Greek

  • Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • αισχεόμυθος — αἰσχεόμυθος, ον (Α) αισχρολόγος, αυτός που μιλάει άσεμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσχος* + μῦθος] …   Dictionary of Greek

  • ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… …   Dictionary of Greek

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • βρακοζώνα — η και βρακοζώνι, το (Μ βρακοζώνι) ζώνη από σκοινί ή ύφασμα με την οποία σφίγγεται η βράκα ή το βρακί (το εσώρουχο) στη μέση του σώματος νεοελλ. φρ. 1. «τον έχει δεμένο στο βρακοζώνι της» του επιβάλλει τη θέλησή της 2. «λόγια της βρακοζώνας»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”